Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

ΠOIOΣ ΕΙΝΕ ΕΥΤΥΧΗΣ;
          Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΘΑ μιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου. Καὶ πα­ρακαλῶ κάντε λίγη ὑπομονὴ ν’ ἀ­κούσετε λό­για κάποιου ποὺ μιλάει ἀπὸ πίστι στὸ Χριστό. Ἐὰν δὲν πίστευα, δὲν θὰ μιλοῦσα.
Ἂν ἀνοίξῃς τὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώ­που, θὰ βρῇς πολλοὺς πόθους, ἐπιθυμίες, ὄνειρα. Ἡ πιὸ ζωηρὰ ἐπιθυμία ποιά εἶνε· ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ζῇ εὐτυχής, ἐπιθυμεῖ τὴν εὐτυχία. Ὅ­λοι κυνηγοῦμε τὴν εὐτυχία. Ἀλλὰ ποῦ εἶνε ἡ εὐτυχία; Ποιός εἶνε ὁ εὐ­τυ­χὴς ἄνθρωπος; Ἐ­δῶ διαφέρουν οἱ γνῶμες. Μήπως εἶ­νε εὐτυ­χὴς αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐξ­­­ουσία,
ἢ ὁ δυνα­τὸς ποὺ τὸν φοβοῦνται ὅ­λοι, ἢ ὁ πλούσιος μὲ τὶς λί­ρες καὶ τὰ βαπόρια, ἢ αὐτὸς ποὺ πέφτει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἡδο­νὲς καὶ διασκεδάσεις; Δυστυ­χισμένε κόσμε, ποὺ τρέχεις νὰ σβή­σῃς τὴ δί­ψα σου στὰ βαλτόνερα αὐτά, θέλεις τὴν εὐ­τυχία; Θὰ σοῦ τὸ πῶ, ἀλλ’ ὑπάρχουν αὐ­τιὰ ν᾿ ἀ­κού­σουν; Παλαιότερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀποτέλεσμα. Τώρα;… Ἂν θέλῃς λοιπόν, ἄ­κου­σε τί συν­ι­στᾷ ἡ Ἐκκλησία.
Θὰ σᾶς δώσω μιὰ συνταγή, καὶ ἂν τὴν ἐκ­τε­λέσετε θὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Ἡ συνταγὴ εἶνε σὲ μιὰ λέξι τοῦ εὐαγγελίου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Δὲ θὰ σᾶς τὴν πῶ· εἶστε ἔξυπνοι. Σᾶς τὸ ἀναθέτω, ὡς μία μικρὰ πνευματικὴ ἄ­σκησι, ὅταν γυρίσετε στὸ σπίτι, ἀντὶ κοσμικὰ περιοδικά, διαβάστε ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ τὸ σημερι­νὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 9,1-38) νὰ βρῆτε τὴ λέξι αὐτή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ συν­ταγὴ τῆς εὐτυχίας.
* * *
Ἔρχομαι τώρα στὸ θέμα μας, στὸ ἐρώτη­μα «ποιός εἶνε εὐτυχής;». Ἡ ἀπάντησις εἶνε· εὐτυχὴς εἶνε …ὁ τυφλός! Ὁ τυφλὸς εὐτυ­χής; θὰ ρωτήσετε. Δὲ λέω, ἀγαπητοί μου, ὅτι κάθε τυφλὸς εἶνε εὐτυχής· ἀλλὰ λέω, ὅτι εὐ­τυχὴς εἶνε ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Γι’ αὐτὸ τὸν τιμᾷ ἡ Ἐκ­κλησία μας καὶ τοῦ ἀ­φιερώ­νει μία Κυριακή· σήμερα εἶνε Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ.
Ὁ τυφλὸς λοιπὸν εἶνε ὁ εὐτυχέστερος ἄν­θρωπος τοῦ κόσμου. Γιατί; Γιὰ τρεῖς λόγους.
1. Ὁ πρῶτος λόγος· διότι βγῆκε ἀπ’ τὸ σκο­τάδι. Ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, εἶ­χε στερηθῆ χρό­νια τὸ φῶς, ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μά­τια καὶ εἶδε. Σκεφτῆτε το αὐτό. Ἐμεῖς ἀνοί­γουμε τὰ μάτια μας χιλιάδες φορές, δι­αρ­κῶς, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐκ­­τιμοῦμε. Αὐτὸς τὴ στι­γμὴ ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὸ σκοτάδι φαντάζεστε τί ἔνιωσε; Θὰ θαύμασε καὶ θὰ εἶπε «Δόξα σοι, ὁ Θεός!».
Σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο εἶχα διαβάσει τὸ ἑξῆς. Κάποιος βασιλιᾶς ἤθελε ὁ διάδο­χός του νὰ γί­νῃ ἄξιος κυβερνήτης, νὰ γνωρίζῃ πρόσωπα καὶ πράγματα καὶ νὰ τὰ ἐκ­τιμᾷ σωστά. Δὲν τὸν ἄφησε λοιπὸν στὸ πα­λάτι, οὔ­τε τοῦ ἐπέ­τρε­ψε νὰ διασκεδάζῃ μὲ διεφθαρμένα γύναια φορτωμέ­νος γαλόνια καὶ παράσημα. Ἦταν βα­­σιλιᾶς τοῦ πα­λιοῦ καιροῦ, κ’ ἤθελε νὰ παι­δαγωγήσῃ τὸ παιδί του σωστά· κ’ ἕνα ποτήρι νε­ρὸ ἂν πίνῃ, νὰ εὐχαριστῇ τὸ Θεό· κ’ ἕνα λουλούδι ἂν κόβῃ, νὰ θαυμάζῃ τὸν Πλάστη. Γι’ αὐ­τὸ τί ἔκανε. Μόλις γεννήθηκε, τὸ πῆ­ρε καὶ τὸ πῆγε σὲ μιὰ σπηλιά, ὅπου δὲν ἔφτανε ἀκτίνα ἡ­λίου. Μὴ ῥωτᾶτε πῶς ἔζησε τὸ παιδὶ ἐκεῖ, εἶ­νε ἱστορία μεγάλη· ὅποιος ἐν­διαφέρεται νὰ μάθῃ, ἂς διαβάσῃ τὸ βιβλίο μας Ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης (Ἀθῆναι 19912). Ἕνα μόνο σᾶς λέω· ὅ­τι μέσα στὴ σπηλιὰ ὁ δι­άδοχος ἔ­μεινε δέκα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε τίποτε ἀπολύ­τως. Ὅταν ἔγινε δέκα χρονῶν, ὁ βασιλιᾶς δι­έ­ταξε καὶ τὸν ἔ­βγαλαν ἔξω. Τότε θάμπωσαν τὰ μάτια του καὶ συνε­χῶς ρωτοῦσε γιὰ τὸ κάθε τί· «Πατέ­ρα, τί εἶν’ αὐτό;». Ἔβλεπε τὸν ἥ­λιο, «ποιός τὸν ἔκανε;». Εἶδε τὴ θάλασσα, «ποιός τὴν ἔκανε;». Ἔβλεπε τὰ δέντρα ν’ ἀνθίζουν, τὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν καὶ νὰ κελαηδοῦν, τ’ ἀρ­νάκια νὰ βόσκουν, ἔβλεπε… Καὶ συνεχῶς ρωτοῦ­σε «Ποιός τά ’κανε ὅλ’ αὐτά;»· καὶ δὲν ἔ­παυε νὰ δοξάζῃ τὸ Θεὸ γι’ αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· σὰ νὰ βγῆκε μέσα ἀπὸ μιὰ σπηλιά, ποὺ ἦταν ὄχι δέκα ἀλλὰ περισσότερα χρόνια κλεισμένος, ὅταν εἶδε ὅλα τὰ ὡραῖα τῆς δημιουργίας, μέσα ἀπ’ τὴν καρδιά του βγῆκε φωνὴ ἐκπλήξεως, θαυμασμοῦ καὶ εὐ­χαριστίας πρὸς τὸ Θεό.
Ἐμεῖς, δυστυχῶς, ἀνοίγουμε τὰ μάτια μας καὶ βλέ­πουμε ὅλα τὰ ἄσχημα. Γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς ἀγρίους. Στὴ ζούγκλα οἱ ἰθαγενεῖς περιμέ­νουν νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, καὶ μόλις ἀ­­νατείλῃ πέ­φτουν κάτω καὶ προσκυνοῦν εὐ­χα­ριστώντας. Ἐμεῖς μάτια ἔχουμε καὶ μάτια δὲν ἔχουμε, αὐτιὰ ἔχουμε καὶ αὐτιὰ δὲν ἔ­χου­­με, καρδιὰ ἔχουμε καὶ καρδιὰ δὲν ἔχουμε. Μᾶς τύφλωσε ἡ ἁμαρτία· εἴμεθα σὰν τυφλοὶ μέσ᾿ στὸ σκοτάδι καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ πανό­ραμα τοῦ κόσμου τούτου δὲν βλέπουμε. Γιατὶ ἐγώ, ἀ­δέρφια μου, δὲν ξέρω ἄλλο κινηματογράφο. Ἕ­να κινηματογράφο καὶ ἕνα θέατρο ξέρω, ποὺ ἔχει τέτοια θεάματα καὶ τέτοια μεγαλεῖα καὶ τέτοια λαμπρὰ δημιουργήματα, ποὺ δὲν τελει­ώνουν, καὶ τὸ εἰσιτήριό του εἶνε δωρε­άν. Ἀ­νέ­βα πάνω σ᾿ ἕνα βουναλάκι καὶ ἅπλωσε τὸ μάτι σου νὰ δῇς τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ.
Ἄνοιξε τὰ μάτια του, λοιπόν, ὁ τυφλὸς καὶ εἶδε ὅλα αὐτὰ τὰ λαμπρὰ πράγματα, καὶ δόξασε τὸ Θεό.
2. Εἶνε εὐτυχὴς εἴπαμε, διότι εἶδε τὸν ὄ­μορ­φο κόσμο, καὶ δόξασε τὸ Θεό. Εὐτυχὴς ἀ­κόμα καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Τὴν ἡμέρα ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια του ὁ τυφλὸς εἶδε πολλὰ ὡ­ραῖα πράγματα. Ὄμορφος εἶνε ὁ ἥλιος πρωὶ – πρωὶ σὰν βγαίνῃ μὲ τὴν ἀνατολή, ὄμορφη εἶ­νε ἡ θάλασσα ἡ γαλανὴ ποὺ ἀφρίζει, ὄμορφα τὰ λιβά­δια τὰ καταπράσινα, ὄμορφα τὰ λουλούδια μὲ μύρια χρώματα, ὄ­μορφα τὰ δέν­τρα, ὄμορφα τ’ ἀρ­νάκια, ὄμορφα τὰ παιδάκια τὰ μικρὰ ποὺ εἶ­νε χαριτωμένα σὰν ἄγγελοι – ἀπὸ τὰ ὡραι­ό­τερα πράγματα τοῦ κόσμου εἶνε τὸ ἀ­θῷο παιδί. Πολλὰ εἶνε ὄ­μορφα στὸν κό­σμο. Δὲν εἶπα τίποτα. Τὸ ὀμορφότερο ποὺ εἶ­δε μὲ τὰ μάτια του τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἐκεῖνο ποὺ ἔ­λαμπε παραπάνω κι ἀπ’ τὸν ἥλιο, ποιό εἶνε;
Εἶδε τὸ Χριστό. Τὴν ἴδια ἡμέρα ἀξιώθηκε νὰ δῇ – ποιόν; Τὸν ποιητὴ καὶ δημιουργό του, τον ἰατρὸ καὶ φωτοδότη του! Πότε τὸν εἶδε; Ὄχι ἀμέσως μόλις θεραπεύθηκε, ἀλλ’ ἀφοῦ τὸν ὡμολόγησε μὲ παρρησία ἐμπρὸς στοὺς ἐ­χθρούς του. Γιατὶ ὁ Χρι­στός μας ὅ­ταν τὸν ἔ­κανε καλὰ ἐξαφανί­στηκε, ὅπως εἶχε κάνει ἐ­νωρίτερα καὶ μὲ τὸν παράλυτο (βλ. Ἰωάν. 5,13). Ἀ­φοῦ λοιπὸν οἱ φαρισαῖοι τὸν τα­λαιπώρησαν τὸν ἰαθέντα μὲ τὶς ἀνακρί­σεις τους καὶ τὸν πέταξαν ἔξω ἐξ αἰ­τίας τῆς ὁμολογίας του, τότε τὸν βρίσκει πάλι ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέει· —Ἐ­σὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; —Μὰ ποιός εἶνε, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν; —Ἐκεῖ­νος ποὺ καὶ τὸν εἶδες καὶ κουβεν­τιά­ζει τώρα μαζί σου, αὐτός εἶνε. —Ἐσὺ εἶσαι, Κύριε; λέει. Πιστεύω! καὶ πέ­φτει καὶ τὸν προσκυνάει.
3. Εὐτυχὴς λοιπὸν ὁ τυφλὸς γιατὶ ἀπέκτησε μάτια καὶ εἶ­δε τὸν ὄμορφο κόσμο, εὐτυχὴς ἀκόμη περισσότερο γιατὶ εἶδε τὸ Χριστό, ἀλ­λὰ εὐτυχὴς κυρίως γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σωματικὰ ἀπέκτησε καὶ μάτια πνευματικά.
Κάποιος, ποὺ ἔζησε γύρω στὸ 200 μ.Χ., ἦ­ταν τυφλὸς καὶ αὐτός. Τὸν εἶχε φωτίσει ὅμως ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαιναν λόγια σοφά. Τὸ ὄνομά του ἦταν Δίδυμος. Πήγαιναν κοντά του ἀκόμα καὶ διδάσκαλοι καὶ διδάσκον­ταν. Μιὰ μέρα κατέβηκε ἀπὸ τὴν ἔρημο ὁ ἅ­γι­ος Ἀντώνιος, τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τοῦ λέει· «Δίδυμε, σὲ μακαρίζω· γιατί, ἐνῷ δὲν ἔχεις μάτια φυσικά, ἔ­χεις ἄλλα ἀνώτερα μάτια, μὲ τὰ ὁποῖα βλέπεις πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι». Τὰ μάτια αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς εἶνε φυσικά. Τέτοια ἔ­χουν καὶ τὰ ζῷα, μικρὰ καὶ μεγάλα. Καὶ αὐτὰ βεβαίως τὰ μάτια εἶνε ἀξιοθαύμαστα· φτά­νει ἕνα μάτι ν᾿ ἀ­­ποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Εἶνε ὅμως μικρὰ μπροστὰ στὰ πνευματικὰ μάτια. Φυσικὰ μάτια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα· τὰ ἔντομα, τὰ κορά­κια, οἱ ἀλεποῦδες, οἱ λύκοι, οἱ ἀετοί.
* * *
Δῶστε μου, ἀγαπητοί μου, μάτια πνευματικά, μάτια ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι, μάτια ἁγίας Βαρβάρας, ἁγίου Νικολάου, μάτια εὐλογημένα ποὺ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Διότι τὰ μάτια σήμερα ἔγιναν μάτια διαβολικά.
Δὲν σοῦ τά ’δωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ τὰ καρ­φώνῃς στὶς ὀθόνες μὲ τὰ αἴσχη, καὶ τὸ βράδυ νά ᾿χῃς κόλασι μέσα σου. Σοῦ τά ᾿δωσε γιὰ ἕ­να μεγάλο σκοπό· γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ δημιουργήματά του καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς, νὰ βλέπῃς τὶς εἰκόνες στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ τὶς προσκυνᾷς, νὰ βλέπῃς ἁγίους ἀγγέλους. Δὲν εἶνε παρα­μύθι ἡ θρησκεία μας. Ἂν ρωτήσετε τὴν παλαιὰ γενεά, ἐκεῖνοι βλέπανε ἁγίους. Τώρα;…
Τί θὰ δοῦμε στὸν ἄλλο κόσμο! Μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ κάλλη πόσο ἄθλια εἶνε τὰ θεάματα τοῦ κόσμου τούτου! Τότε θὰ δοῦμε, ὅτι ἄξιζε νὰ στερηθοῦμε τὰ ἄθλια αὐτὰ θεάματα γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουμε ἐκεῖνα. Θὰ λές· Προτιμότερο νά ᾿μουν τυφλὸς στὴ γῆ, νὰ μὴν εἶχα μάτια…
Ἀδελφοί μου! Τὰ μάτια τὰ ἔφτειαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν οὐρανό, γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Ὑπάρ­­χουν μάτια ἁγίων, μάτια ἀγγέλων, μάτια Παναγιᾶς, μάτια Χριστοῦ· ὑπάρχουν καὶ μάτια ζῴων, μάτια χοίρων, μάτια ἀλεπούδων, μάτια λύκων καὶ ἀγρίων θηρίων. Διαλέξτε καὶ πάρτε.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου